ωκεάν(ε)ιος

ωκεάν(ε)ιος
α, ο [ός , ον] океанский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωκεάν(ε)ιος" в других словарях:

  • ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ωκεανηϊάς — άδος, ἡ, ΜΑ (επικ. τ.) βλ. ωκεάν(ε)ιος …   Dictionary of Greek

  • υποθαλάσσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας, υποβρύχιος 2. φρ. α) «υποθαλάσσια κατολίσθηση» (γεωλ. ωκεαν.) κίνηση ασταθούς μάζας ιζημάτων και οργανικών φερτών υλικών από την κορυφή προς τα κατάντη ενός… …   Dictionary of Greek

  • υπερωκεάνιος — α, ο / ὑπερωκεάνιος, ον, ΝΑ, και παλαιότ. τ. υπερωκεάνειος Ν αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερωκεάνιες κτήσεις» β. «ὑπερωκεάνιοι χῶραι», Φίλ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά μέσου τού ωκεανού («υπερωκεάνια ταξίδια») 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»